- δυνήσετ'
- δυνήσεται , δύναμαιto be ableaor subj mid 3rd sg (epic)δυνήσεται , δύναμαιto be ablefut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.